Υπάρχει το δικαίωμα πολιτικής εξουσίας;

Με πιο δικαίωμα κάποιος άνθρωπος εξουσιάζει κάποιον άλλο άνθρωπο; Αν παρατηρήσεις νεογέννητα στις θερμοκοιτίδες τους, μπορείς να ξεχωρίσεις ποια έχουν δικαίωμα εξουσίας πάνω στα άλλα; Πότε και πώς κατά την διάρκεια της ζωής τους μπορεί να αποκτήσουν ένα τέτοιο δικαίωμα;

Εξουσία μπορεί να ασκήσει ο οποιοσδήποτε πάνω στον οποιοδήποτε, φτάνει να έχει περισσότερη δύναμη, είτε σωματική, είτε νοητική, είτε θεσμική. Εξουσία πάνω σου μπορεί να έχει τόσο ο πολιτικός που σε φορολογεί, όσο και ένας κλέφτης που σε απειλεί με όπλο στην μέση του δρόμου.

Γιατί όμως οι περισσότεροι θεωρούν ότι ο πολιτικός δικαιούται ενώ ο κλέφτης δεν δικαιούται;

Σε άλλες εποχές υπήρχε το “θείο δικαίωμα των βασιλιάδων”, σύμφωνα με το οποίο ο εκάστοτε βασιλιάς λάμβανε το δικαίωμα να εξουσιάζει τους άλλους ανθρώπους από τον θεό. Με την βοήθεια κάποιου ιερατείου εκμεταλλεύονταν την άγνοια και τις δεισιδαιμονίες της μάζας για να δικαιολογήσουν την εξουσία που τους ασκούσαν.

Στις μέρες μας, η πιο διαδεδομένη θεωρία που χρησιμοποιείται για να δικαιολογηθεί η πολιτική εξουσία είναι το κοινωνικό συμβόλαιο. Υπάρχουν διάφορες παραλλαγές της θεωρίας αυτής, οι πιο γνωστές από τον Χομπς, τον Λοκ, τον Ρουσσώ και πιο πρόσφατα από τον Ρωλς.

Η βασική ιδέα των θεωριών αυτών είναι ότι οι άνθρωποι έχουν ουσιαστικά συναινέσει στο να εξουσιάζονται, λαμβάνοντας ως αντάλλαγμα κάποια ωφελήματα. Το κρίσιμο σημείο για τις θεωρίες αυτές είναι η εξάρτηση που έχουν σε αυτή την υποτιθέμενη συναίνεση. Χωρίς την ύπαρξη της καταρρέουν και η εξουσία των πολιτικών είναι εξίσου ανήθικη και προβληματική όπως αυτή των βασιλιάδων.

Χωρίς την ατομική συναίνεση, ακόμη και τα πιο όμορφα και χρήσιμα πράγματα στην ζωή γίνονται άσχημα και βλαβερά. Αν αφαιρέσουμε την συναίνεση από τον έρωτα, τότε μετατρέπεται σε βιασμό, η δουλειά σε δουλεία και η συναλλαγή σε κλοπή.

Είναι φυσικά προφανές ότι ρητή συναίνεση στην πολιτική εξουσία δεν υπάρχει. Κανένας μας δεν ρωτήθηκε ποτέ αν θέλει να τον εξουσιάζουν, ούτε και υπέγραψε ότιδήποτε. Εκτός όμως από την ρητή συναίνεση, υπάρχει και η άρρητη / παθητική συναίνεση.

Τι είναι η άρρητη συναίνεση;

Η άρρητη συναίνεση είναι όταν η συναίνεση ενός ατόμου συνάγεται από τις πράξεις του, την αδράνεια του ή από τις περιστάσεις. Σε αυτές τις περιπτώσεις μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ένα άτομο συναινεί σε κάτι, παρόλο που δεν μας το έχει δηλώσει ρητά.

Ένα παράδειγμα άρρητης συναίνεσης, είναι όταν μια εκπαιδεύτρια καταδύσεων, ανακοινώνει στην ομάδα της ότι: “Από την επόμενη εβδομάδα το μάθημα θα μεταφερθεί μισή ώρα αργότερα. Υπάρχει κάποιος που δεν δέχεται;” Αν δεν απαντήσει κανένας τότε είναι ασφαλές να ισχυριστούμε ότι όλοι συναινούν στην αλλαγή της ώρας.

Μια άλλη περίπτωση άρρητης συναίνεσης, είναι όταν ένα άτομο συναινεί σιωπηρά αποδεχόμενο κάποια οφέλη. Για παράδειγμα, πηγαίνει κάποιος σε ένα μπαρ και παραγγέλνει ένα ποτό. Αν και δεν το έχει δηλώσει ρητά, είναι λογικό να θεωρήσουμε ότι το άτομο αυτό συναινεί στο να πληρώσει το ποτό του.

Το να επιλέγει να παραμείνει ένα άτομο σε κάποιο χώρο μπορεί επίσης σε κάποιες περιπτώσεις να θεωρηθεί ότι συναινεί με συγκεκριμένους κανόνες. Αν για παράδειγμα είσαι σε ένα κλαμπ και ανακοινωθεί ότι σε 45 λεπτά θα γίνει ρίψη αφρού, τότε παραμένοντας εκεί δίνεις ταυτόχρονα και την συγκατάθεση σου. Δεν θα μπορείς μετά να πείς ότι “Εγώ δεν συναίνεσα στην ρίψη αφρού”.

Χαρακτηριστικά ενός έγκυρου συμβολαίου ή συμφωνίας

Γενικά όλες οι συμφωνίες πρέπει να έχουν κάποια βασικά χαρακτηριστικά για να θεωρούνται έγκυρες.

1. Το κυριότερο χαρακτηριστικό είναι ότι θα πρέπει τα συμβαλλόμενα μέρη να μπορούν να απέχουν παντελώς από την συμφωνία χωρίς να παραβιάζονται βασικά δικαιώματα τους.

Δηλαδή αν η εκπαιδεύτρια πιο πάνω έλεγε “Από την επόμενη εβδομάδα το μάθημα θα μεταφερθεί μισή ώρα αργότερα. Αν υπάρχει κάποιος που δεν δέχεται, να κόψει το δάχτυλο του”. Κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα θεωρούσε ότι όσοι δεν κόψουν το δάχτυλο τους σημαίνει κιόλας ότι συμφωνούν με την αλλαγή της ώρας.

Εδώ δεν έχει σημασία το πόσο υπερβολικό είναι το τίμημα του να διαφωνήσεις. Εαν ακόμη τους έλεγε “Αν υπάρχει κάποιος που δεν δέχεται, να μου δώσει ένα ευρώ”, τότε πάλι δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι συμφωνούν όσοι δεν της το δώσουν. Δεν έχει το δικαίωμα καν να ζητήσει κάτι τέτοιο.

2. Μια ρητή διαφωνία έχει πιο μεγάλη ισχύ από μια άρρητη συναίνεση.

Στο δεύτερο παράδειγμα με το ποτό, αν το άτομο πάει στο μπαρ και δηλώσει ότι “Θέλω ένα ποτό, αλλά δεν πρόκειται να το πληρώσω”. Αν υποθέσουμε ότι του δίνουν το ποτό, για κάποιο άγνωστο λόγο, τότε δεν θα έχει υποχρέωση να πληρώσει.

3. Η υποχρέωση των συμβαλλόμενων μερών είναι αμοιβαία.

Όλα τα συμβόλαια περιλαμβάνουν δικαιώματα και υποχρεώσεις για όλα τα συμβαλλόμενα μέρη. Αν κάποιο από αυτά δεν φέρει εις πέρας τις υποχρεώσεις του, τότε το συμβόλαιο δεν θεωρείται έγκυρο.

Αν παραγγείλεις ένα ποτό και αυτό δεν έρθει, τότε δεν έχεις ούτε εσύ υποχρέωση να πληρώσεις.

Είναι το κοινωνικό συμβόλαιο έγκυρο;

Έχοντας ως εργαλεία τα πιο πάνω μπορούμε να εξετάσουμε αν το λεγόμενο κοινωνικό συμβόλαιο ισχύει ή όχι.

Ένα επιχείρημα που εκφράζεται από υπερασπιστές του κοινωνικού συμβολαίου είναι ότι αν κάποιος δεν επιθυμεί να εξουσιάζεται, τότε μπορεί απλά να φύγει. Το γεγονός ότι επιλέγει να παραμείνει σε χώρο που ελέγχεται από ένα κράτος συνεπάγεται ότι συναινεί με το κοινωνικό συμβόλαιο.

Δηλαδή ζητούν από ένα άτομο να εγκαταλείψει τον τόπο που ίσως μεγάλωσε, τους ανθρώπους του και νοουμένου ότι έχει τους οικονομικούς πόρους για να το πράξει, ειδάλλως συναινεί. Αυτό μοιάζει με το παράδειγμα όπου η εκπαιδεύτρια ζητά από όποιους διαφωνούν να κόψουν το δάχτυλο τους, κάτι που είναι παράλογο και ξεκάθαρη παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων.

Έστω όμως και να το έκανε, που θα πήγαινε; Απλά σε χώρο ο οποίος ελέγχεται από άλλο κράτος και το οποίο μάλιστα μπορεί να μην το δεχτεί. Άρα ουσιαστικά μιλάμε για μια ψευδο-επιλογή.

Από την άλλη, το να δηλώσει κάποιος ρητά την διαφωνία του με το λεγόμενο κοινωνικό συμβόλαιο, το οποίο βασίζεται σε άρρητη συναίνεση θα έπρεπε λογικά να το ακυρώνει. Αυτό δεν το κάνουν πολλοί, πέραν φυσικά των αναρχικών, αλλά και να το κάνουν δεν θα έχει κάποιο αποτέλεσμα. Η πολιτική εξουσία θα τους επιβληθεί δια της βίας όπως και στους υπόλοιπους.

Όπως κάθε συμβόλαιο έτσι και το κοινωνικό καθορίζει τις υποχρεώσεις μεταξύ των συμβαλλόμενων μελών. Στην προκειμένη περίπτωση τις υποχρεώσεις των ατόμων απέναντι στην εξουσία και το αντίστροφο. Τα άτομα ανταλλάζουν κάποιες ελευθερίες τους για να λάβουν κάποια οφέλη όπως προστασία κτλ.

Αν ένα άτομο δεν ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του, υπάρχουν σε κάθε περίπτωση και οι ανάλογες συνέπειες. Τι συμβαίνει όμως όταν η εξουσία δεν ανταποκριθεί στις δικές της υποχρεώσεις; Απολύτως τίποτα.

Για παράδειγμα ένα άτομο πληρώνει φόρους και υποτίθεται ένα από τα ανταλλάγματα γι’ αυτό είναι η ασφάλεια. Αν το άτομο αυτό δεχτεί επίθεση και το κλέψουν, τότε δεν μπορεί να σταματήσει να πληρώνει φόρους. Ούτε και μπορεί να μηνύσει την εξουσία για παραβίαση του κοινωνικού συμβολαίου, εφόσον απέτυχε να το προστατέψει.

Αυτό έχει συμβεί αρκετές φορές ανά το παγκόσμιο, αλλά κανένα δικαστήριο δεν δικαίωσε κάποιο άτομο απέναντι στην εξουσία. Ατομικά έχεις ευθύνη απέναντι στην εξουσία, αλλά η εξουσία δεν έχει ευθύνη απέναντι σου. Αυτή δεν είναι μια αμοιβαία σχέση, αλλά αντιθέτως είναι καταχρηστική.

Το λογικό συμπέρασμα που προκύπτει από τα πιο πάνω είναι ότι η θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου αποτυγχάνει να αποδείξει την νομιμότητα της πολιτικής εξουσίας. Το δικαίωμα των πολιτικών να εξουσιάζουν είναι εξίσου φανταστικό με το δικαίωμα των βασιλιάδων.

Η σχέση πολιτικής εξουσίας και ατόμου είναι μια μη συναινετική, καταχρηστική σχέση από την οποία τα άτομα δεν έχουν τρόπο διαφυγής. Τα άτομα δεν έχουν την ηθική υποχρέωση να υπακούν στην πολιτική εξουσία, όπως ποτέ δεν είχαν την ηθική υποχρέωση να υπακούν στις προσταγές κάποιου βασιλιά ή δικτάτορα.

Σημειώσεις – Πηγές

Michael Huemer – The Problem of Political Authority: An Examination of the Right to Coerce and the Duty to Obey

0 Σχόλια
παλαιότερα
νεότερα περισσότερες ψήφους
Inline Feedbacks
Όλα τα σχόλια